- ψυχοπαθολογικός
- psikopatolojik
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ψυχοπαθολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοπαθολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχοπαθολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ψυχοπαθολογικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοπαθολογία. 2. αυτός που πάσχει ψυχικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)